- εξιτήριο(ν)
- τό1) воен, документ о выписке из госпиталя;
δίνω εξιτήριο(ν) — выписывать из госпиталя;
2) письменное разрешение на выход из интерната;3) прощальное слово, прощальная речь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίνω εξιτήριο(ν) — выписывать из госпиталя;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξιτήριο — το βλ. εξιτήριος … Dictionary of Greek
εξιτήριο — το δελτίο με το οποίο εφοδιάζεται ασθενής νοσοκομείου, όταν φεύγει από αυτό αποθεραπευμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
εξιτήριος — α, ο (AM ἐξιτήριος, ον) [έξειμι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» λόγοι αποχαιρετισμού) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο… … Dictionary of Greek
εισιτήριο — το 1. έντυπο δελτίο που δίνει στον κάτοχό του δικαίωμα να μπει σε δημόσιο κλειστό χώρο (θέατρο, κινηματογράφο, μουσείο, αίθουσα συναυλιών, γήπεδο κτλ.) ή σε συγκοινωνιακό μέσο. 2. έγγραφο που επιτρέπει τη νοσηλεία σε νοσοκομείο (αντίθ. εξιτήριο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)